Βραχυκύκλωμα στην ενεργειακή μετάβαση
Άρθρο του στη
γερμανική εφημερίδα Die Welt, Ιούλιος του 2017
1.
Η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι συνεπής με τη δέσμευσή της
Ως
ορόσημο για την έναρξη της ενεργειακής μετάβασης θεωρείται η εφαρμογή του Νόμου
για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας το 2000. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, οι
διαχειριστές του δικτύου υποχρεούνται να αγοράζουν το «οικολογικό» ρεύμα,
ανεξάρτητα από την εκάστοτε ζήτηση, σε τιμές προκαθορισμένες από το κράτος και
να το διαθέτουν κατά προτεραιότητα στους καταναλωτές.
Τη
διαφορά στην τιμή του ρεύματος, η οποία καθορίζεται από την προσφορά και τη
ζήτηση στο χρηματιστήριο ρεύματος, την επωμίζονται οι καταναλωτές με τη μορφή
τέλους για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, το οποίο καταβάλλεται με το
λογαριασμό του ρεύματος. Το ποσό που συγκεντρώνεται από το τέλος αυτό ανέρχεται
σήμερα σε περίπου 25 δισ. ευρώ ετησίως και επιβαρύνει κάθε Γερμανό πολίτη με
300 ευρώ το χρόνο. Συνολικά έχουν ήδη δοθεί περισσότερα από 150 δισ. στους
παραγωγούς οικολογικού ρεύματος, ενώ το συνολικό κόστος της ενεργειακής
μετάβασης αναμένεται να ανέλθει έως το έτος 2025 στα 520 δισ. ευρώ.
Σκοπός
αυτής της οικονομικής ενίσχυσης: η προσδοκία ότι το οικολογικό ρεύμα αφενός θα
αντικαταστήσει το ρεύμα που παράγεται από ορυκτά καύσιμα, συμβάλλοντας έτσι
στην προστασία του κλίματος· και αφετέρου, ότι θα καταστήσει τα πυρηνικά
εργοστάσια περιττά. Η πρώτη προσδοκία δεν επιβεβαιώθηκε. Όσο για τη δεύτερη,
είναι θέμα οπτικής γωνίας.
Η
πραγματικότητα είναι ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τον ενεργειακό
τομέα δεν έχουν μειωθεί από το 1995. Το βασικό σενάριο της ενεργειακής ιδέας
ότι η προτεραιότητα κατανάλωσης οικολογικού ρεύματος θα αντικαθιστούσε τη
«βρώμικη» ενέργεια αποδείχθηκε λάθος. Αντί να κλείνουν τα εργοστάσια παραγωγής
ρεύματος από λιθάνθρακα και λιγνίτη, κλείνουν εκείνα που καίνε το σχετικά
καθαρότερο φυσικό αέριο.
Αλλά
ούτε στις συνολικές εκπομπές αερίων της Γερμανίας αποτυπώνεται πρόοδος στο θέμα
της προστασίας του κλίματος. Μπορεί μεν να καταγράφηκε πρόσκαιρη μείωση της
εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα από το 1990. Αυτό, ωστόσο, οφείλεται ξεκάθαρα
στην κατάρρευση του βιομηχανικού τομέα στα νέα ομόσπονδα κρατίδια. Η δε μικρή
μείωση στις εκπομπές που παρουσιάστηκε το 2008 αποδόθηκε στην παγκόσμια
οικονομική και χρηματοοικονομική κρίση. Στο βαθμό που οι αιτίες αυτές
εξαλείφθηκαν, δεν παρατηρείται πια πρόοδος στο θέμα. Εδώ και εννέα χρόνια, η
Γερμανία δεν καταφέρνει να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Η
εγκατάσταση 27.000 ανεμογεννητριών και 1,6 εκατομμυρίων φωτοβολταϊκών πάνελ
καθώς και η επιδότηση με άνω του μισού δισ. της ενέργειας από ΑΠΕ δεν
συνεισέφεραν στην προσπάθεια της Γερμανίας για την προστασία του κλίματος. Οι
συντελεστές της ενεργειακής μετάβασης δεν τα κατάφεραν.
Πρόκειται
για αποκαρδιωτικά αποτελέσματα για τον πρωτοπόρο της κλιματικής πολιτικής σε
σχέση με τις αντίστοιχες προσδοκίες. «Μη λέτε πόσο καλά τα πάτε, όταν στην
πραγματικότητα δεν τα πάτε καλά». Αυτό φέρεται να διεμήνυσε στους Ευρωπαίους
και ιδιαίτερα στους Γερμανούς τον Απρίλιο ο Ρικ Πέρρυ, ο υπουργός ενέργειας της
κυβέρνησης Τραμπ. Οι ΗΠΑ μπόρεσαν να παρουσιάσουν μειωμένες εκπομπές, κάτι που
δεν κατέστη εφικτό για τους Γερμανούς.
Σύμφωνα
με την επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της ενεργειακής μετάβασης, χάρη στην
ανάπτυξη της βιομηχανίας του οικολογικού ρεύματος έγινε εφικτή η αντικατάσταση
του ρεύματος από πυρηνική ενέργεια. Οι ετήσιες μέσες τιμές το επιβεβαιώνουν. Οι
οχτώ εναπομείναντες πυρηνικοί σταθμοί παράγουν περίπου 85 δισ. κιλοβατώρες. Οι
ΑΠΕ παράγουν το διπλάσιο.
Οι
αντίπαλοι, ωστόσο, αντικρούουν τον παραπάνω ισχυρισμό, λέγοντας ότι μία αμιγώς
ποσοτική εκτίμηση δεν αποτυπώνει την
πραγματικότητα στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Η ποιότητα του οικολογικού
ρεύματος δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες, καθώς η παραγωγή του εξαρτάται από
τον καιρό και ως εκ τούτου συχνά δεν συμπίπτει με την πραγματική ζήτηση. Σε
περιόδους του χειμώνα χωρίς ηλιοφάνεια και άνεμο επί εβδομάδες, όπου η παραγωγή
οικολογικού ρεύματος πέφτει στο μηδέν, η ενέργεια από ΑΠΕ εκ των πραγμάτων
αδυνατεί να καταστήσει περιττό οποιονδήποτε συμβατικό σταθμό παραγωγής
ηλεκτρικού ρεύματος. Η διακοπή της λειτουργίας των πυρηνικών σταθμών μπόρεσε να
πραγματοποιηθεί λόγω της υπερπαραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος μέσω της καύσης
άνθρακα και φυσικού αερίου, η οποία και εξασφάλισε την βασική παροχή ρεύματος.
2.
Ανεξέλεγκτο ρεύμα από ΑΠΕ
Από
καιρό έχει αμφισβητηθεί το κατά πόσο η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της
οικονομίας μπορεί να βασιστεί στο εξαρτώμενο από τον καιρό ρεύμα από την ηλιακή
και την αιολική ενέργεια, όπως προβλέπει το «Σχέδιο για την προστασία του
κλίματος 2050» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας. Εσχάτως, οι σχετικές
αμφιβολίες έχουν αυξηθεί. Αυτή καθ’ αυτή η εξέλιξη του τομέα της αιολικής
ενέργειας βασίστηκε στην προσδοκία, ότι η κυμαινόμενη παραγωγή ρεύματος σε
ολόκληρη την Ευρώπη θα σταθεροποιηθεί και θα εξισορροπηθεί με την εγκατάσταση
όσο το δυνατόν περισσότερων ανεμογεννητριών. «Πάντα κάπου θα φυσάει», σύμφωνα
με το σχετικό επιχείρημα.
Η
τεχνική Ένωση των διαχειριστών των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής VGB Power Tech μελέτησε την περσινή παραγωγή ρεύματος από
ανεμογεννήτριες σε 18 ευρωπαϊκές χώρες. Παρά την εγκατάσταση ανεμογεννητριών
ισχύος 150.000 μεγαβάτ στις χώρες αυτές, η παραγωγή έπεσε σταδιακά στο επίπεδο
των 6500 μεγαβάτ, δηλαδή μόλις στο 4% της ονομαστικής εγκατεστημένης ισχύος.
«Από αυτό προκύπτει ότι η αιολική ενέργεια δε συμβάλλει στην ενεργειακή
ασφάλεια και απαιτεί 100% συστήματα υποστήριξης με βάση το σημερινό επίπεδο της
τεχνολογίας», σύμφωνα με το συμπέρασμα της μελέτης των μηχανικών της VGB.
Οι
διαχειριστές του δικτύου προειδοποιούν ότι υπάρχουν ολοένα και λιγότερα τέτοια
συστήματα υποστήριξης. Κατά τη διάρκεια μίας περιόδου δύο εβδομάδων τον
περασμένο Ιανουάριο, όπου δεν φύσηξε, δεν είχε ηλιοφάνεια και έκανε κρύο, η
παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στη Δυτική Ευρώπη μπόρεσε να εξασφαλιστεί πρακτικά,
επειδή όλα οι διαθέσιμοι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρισμού από άνθρακα, πετρέλαιο
και φυσικό αέριο τέθηκαν σε λειτουργία για να καλύψουν τις απώλειες στην
παραγωγή οικολογικού ρεύματος. «Φτάσαμε στα όρια» δήλωσε στην επίσημη αναφορά
του ο τεχνικός διευθυντής του διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς Amprion, Klaus Kleinekorte. «Για λίγο δεν ξεπεράσαμε το όριο, το οποίο θα σήμαινε black out».
Η
άποψη, ότι παρά την ανάπτυξη του οικολογικού ρεύματος θα πρέπει η σημερινή
ισχύς από συμβατικές πηγές ενέργειας κατά κάποιο τρόπο να διατηρηθεί στο σύνολό
της, απέχει από την υπόσχεση που είχε δοθεί στην κοινή γνώμη κατά την έναρξη
της ενεργειακής μετάβασης. Εντωμεταξύ, η παραπάνω άποψη έχει υιοθετηθεί και από
την Green Peace. Οι υπέρμαχοι της προστασίας του περιβάλλοντος
επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα της Ένωσης VGB: « Η εξισορρόπηση [των δύο μορφών ενέργειας] σε ευρωπαϊκό επίπεδο
μπορεί να υπάρξει σε πολύ περιορισμένο βαθμό», παραδέχονται οι συγγραφείς
πρόσφατης σχετικής μελέτης της Green Peace.
Μόλις
πριν δύο χρόνια, η μελέτη της πρωτοβουλίας για την προστασία του περιβάλλοντος
«Το σχέδιο. Ενεργειακό μοντέλο για τη Γερμανία» προέβλεπε ότι μετά το 2020 θα
ήταν απαραίτητοι μόνο λίγοι σταθμοί παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο ισχύος
15 γιγαβάτ σε περίπτωση ανάγκης. «Το σχέδιο» θεωρήθηκε από τους υπέρμαχους του
οικολογικού κινήματος ως απόδειξη, ότι η προωθούμενη διακοπή της λειτουργίας
των σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού από άνθρακα είναι εφικτή. Σήμερα ωστόσο, η Green Peace παρουσιάζει μία
άλλη πραγματικότητα.
Η
εταιρεία μελετών “Energy Brainpool” προέβλεψε στη μελέτη της με τίτλο «Κρύο
χωρίς ηλιοφάνεια και άνεμο», ότι στην καλύτερη περίπτωση το 2050 θα απαιτούνται 67 γιγαβάτ από σταθμούς
παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο, το οποίο ισούται με το τετραπλάσιο από
αυτό που προέβλεψε στη δική της μελέτη η Green Peace. Επιπλέον, θα
απαιτηθούν άλλα 47 γιγαβάτ για ηλεκτρόλυση, μία έως τώρα λιγότερο διαδεδομένη
διαδικασία, η οποία χρησιμοποιεί το οικολογικό ρεύμα για τη συνθετική παραγωγή
υδρογόνου και άλλων κλιματικά ουδέτερων αερίων.
Σε
περίπτωση μίας πλήρους ηλεκτροδότησης με οικολογικό ρεύμα το 2050, απαιτείται
σύμφωνα με υπολογισμούς της Green Peace απόθεμα ισχύος ύψους 114 γιγαβάτ, δηλαδή μεγαλύτερη από
τη σημερινή ζήτηση αιχμής, η οποία ανέρχεται σε 85 γιγαβάτ. Είναι ασαφές, πώς
μπορεί να βρεθεί ένα τόσο μεγάλο απόθεμα ισχύος προς χρήση για μόλις λίγες
εβδομάδες το χρόνο.
3.
Καμία αποθήκευση [ρεύματος], πουθενά
Οι
περίοδοι χωρίς ηλιοφάνεια και άνεμο δεν αποτελούν το μοναδικό πρόβλημα. Εξίσου
δύσκολος είναι και ο συγχρονισμός της κυμαινόμενης παραγωγής ηλιακής και
αιολικής ενέργειας με την επίσης κυμαινόμενη ζήτηση ρεύματος. Για την επίλυση
του παραπάνω γρίφου, οι σχεδιαστές της ενεργειακής μετάβασης παραπέμπουν στους
αποταμιευτές ενέργειας. Η τεχνολογία άντλησης-ταμίευσης καθώς και οι μπαταρίες
αναμένεται να είναι σε θέση να αποθηκεύουν την πρόσκαιρη περίσσεια οικολογικού
ρεύματος και να τη διοχετεύουν στο δίκτυο σε περιόδους άπνοιας ή μη ηλιοφάνειας.
Ωστόσο, η ελπίδα αποταμίευσης τόσο μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας προσκρούει στη
μελέτη του οικονομολόγου Hans Werner Sinn, ο οποίος υπολόγισε ότι για αυτό το
σκοπό θα χρειάζονταν εγκαταστάσεις ασύλληπτου μεγέθους.
Οι
μοναδικές εγκαταστάσεις τέτοιας κλίμακας, οι οποίες μπορούν να αποθηκεύσουν
σημαντικές ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας για μεγάλα χρονικά διαστήματα είναι
οι σταθμοί άντλησης-ταμίευσης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Sinn, η Γερμανία θα χρειαζόταν σε περίπτωση κάλυψης των
ενεργειακών της αναγκών κατά 50% από ηλιακή και αιολική ενέργεια μία δυνατότητα
αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας ίση με 22,1 τεραβατώρες για την εξισορρόπηση
του οικολογικού ρεύματος και την επακόλουθη ομαλή τροφοδοσία του δικτύου.
Για το
σκοπό αυτό θα απαιτούνταν 20.517 σταθμοί άντλησης-ταμίευσης μεσαίου μεγέθους.
Πρόκειται για έναν αριθμό 491 φορές
μεγαλύτερο από εκείνο που είχε θεωρητικά προβλεφθεί στο σχέδιο “e-Storage” της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής. Σήμερα, η Γερμανία διαθέτει μόλις 35 σταθμούς άντλησης-ταμίευσης,
ενώ η κατασκευή περισσότερων τέτοιων εγκαταστάσεων συναντά τη σθεναρή αντίσταση
των υπέρμαχων της προστασίας των δασών.
Εάν
παράλληλα με τους σταθμούς άντλησης-ταμίευσης χρησιμοποιηθούν και σταθμοί
παραγωγής αποθεματικού ρεύματος για την εξισορρόπηση της κυμαινόμενης αιολικής
και ηλιακής ενέργειας, τότε η απαιτούμενη δυνατότητα αποταμίευσης ηλεκτρικής
ενέργειας μειώνεται αισθητά στις 2,1 τεραβατώρες. Ωστόσο, το μέγεθος αυτό είναι
σε σύγκριση με τις σημερινές 0,038 διαθέσιμες τεραβατώρες από σταθμούς
άντλησης-ταμίευσης απίστευτα υψηλό, καθώς είναι 47 φορές μεγαλύτερο από τη
σχετική πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Γερμανία.
Άλλες
μορφές αποθήκευσης της ενέργειας, τις οποίες αναλύει ο Sinn, είναι προφανώς το ίδιο αναποτελεσματικές. Μία ιδέα που ακούγεται συχνά,
αυτή της χρήσης εκατομμύριων μπαταριών ηλεκτρικών αυτοκινήτων για την
εξισορρόπηση της ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά και φωτοβολταϊκά στο δίκτυο,
απορρίπτεται από τον Sinn, λόγω της
«ελάχιστης χωρητικότητας» των μπαταριών.
Για την
εξομάλυνση της κυμαινόμενης παραγωγής ρεύματος και της αντίστοιχης ζήτησης για
ένα έτος απαιτούνται οι μπαταρίες 125 εκατομμυρίων οχημάτων Τέσλα ή 600
εκατομμυρίων BMW i3. Το γεγονός ότι στους δρόμους της Γερμανίας
κυκλοφορούν μόλις 45 εκατομμύρια ΙΧ καθώς και ότι η επιδότηση αγοράς
αυτοκινήτων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση προς τους εμπόρους αυτοκινήτων δεν
έχει φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα καθιστούν σύμφωνα με τον Sinn
τέτοιου είδους μελλοντικά σχέδια επιεικώς «φιλόδοξα».
4. Η επίτευξη μόλις του 3%
Οι
παραπάνω δυσκολίες δεν αποθαρρύνουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας να
θέσει ακόμα ψηλότερα τον πήχη: δεν αρκεί η τροφοδοσία του δικτύου ηλεκτρικής
ενέργειας με οικολογικό ρεύμα· το ίδιο θα πρέπει να συμβεί και στους τομείς της
μεταφοράς, της θέρμανσης και της βιομηχανίας. Ήδη από την Παγκόσμια Διάσκεψη
Κορυφής για το Κλίμα στο Παρίσι ωριμάζει η άποψη, ότι η ενεργειακή μετάβαση, με
όλο το κόστος της και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μέχρι τώρα, δεν έχει καν
ακόμα ξεκινήσει.
Ο
τομέας της ηλεκτροδότησης αποτελεί μόλις το ένα πέμπτο της κατανάλωσης
πρωτογενούς ενέργειας στη Γερμανία. Με άλλα λόγια, ακόμα και εάν έπαυαν να
λειτουργούν όλοι οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρισμού από άνθρακα, φυσικό αέριο και
πυρηνική ενέργεια και αντικαθίσταντο από
100% οικολογικό ρεύμα, αυτό θα αποτελούσε μόλις το 20% της ενεργειακής
μετάβασης, ενώ το 80% του δρόμου θα το είχαμε ακόμα μπροστά μας.
Ωστόσο,
το «Σχέδιο προστασίας του κλίματος 2050» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης προβλέπει
την ενεργειακή κάλυψη των τομέων της μεταφοράς και της θέρμανσης με ρεύμα από
ηλιακή και αιολική ενέργεια. Με τον τρόπο αυτό υποτίθεται ότι θα επιτευχθεί η
απεξάρτηση της οικονομίας από τον άνθρακα έως τα μέσα του αιώνα. «Η μετάβαση
όμως στους τομείς της μεταφοράς και της θέρμανσης βρίσκεται ακόμα στο
ξεκίνημα», διαπιστώνει ο Patrik Graichen, διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Αγορά
Ενεργειακή Μετάβαση.
Στη
συνολική κατανάλωση ενέργειας στη Γερμανία, οι ΑΠΕ καλύπτουν έως τώρα μόλις το
12,6 %. Το μισό από αυτό αποτελεί ενέργεια από βιομάζα σε μορφή μίγματος
καυσίμων Ε5 και Ε10. Στο βαθμό που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απορρίπτει την
περεταίρω εξέλιξη του τομέα της βιοενέργειας για οικολογικούς λόγους, απομένουν
μόνο η αιολική και η ηλιακή ενέργεια ως διαθέσιμες τεχνικές επιλογές, ενώ όλες
οι άλλες πηγές καθαρού ρεύματος πρακτικά δεν υπολογίζονται.
Πέρυσι,
η ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας στη Γερμανία καλύφθηκε κατά ένα ποσοστό 2,1% από
αιολική ενέργεια και μόλις κατά 1% από ηλιακή. Στο σχεδιάγραμμα των μεγάλων
προμηθευτών πρωτογενούς ενέργειας στη Γερμανία, η παραγωγή από αιολικά και
ηλιακά μοιάζει με μία γραμμή λεπτή σαν τρίχα, η οποία ούτε καν φαίνεται πλάι
στις αντίστοιχες παχιές γραμμές των προμηθευτών ενέργειας από άνθρακα,
πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Συνεπώς, με την εγκατάσταση 27.000 ανεμογεννητριών
και 1,6 εκατομμύριων φωτοβολταϊκών πάνελ και την επακόλουθη αλλοίωση του
γερμανικού τοπίου, η ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας στη Γερμανία καλύφθηκε κατά
ένα ποσοστό μόλις 3,1% από οικολογικό ρεύμα.
Ο
στόχος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ξεκινώντας από ένα τόσο μικρό ποσοστό να
φτάσει στο επίπεδο της «αμιγώς ηλεκτρικής κοινωνίας» μέσα στα επόμενα τριάντα
χρόνια φαντάζει εντελώς μη ρεαλιστικός. Η ελπίδα των σχεδιαστών της ενεργειακής
μετάβασης βασίζεται στην προσδοκία, ότι με τη διακοπή λειτουργίας των σταθμών
παραγωγής ηλεκτρισμού από άνθρακα και την εισαγωγή των ηλεκτρικών αυτοκινήτων,
η ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας θα μειωθεί από μόνη της.
Με το
ίδιο σκεπτικό, η χρήση αιολικού και ηλιακού ρεύματος απευθείας στον
ηλεκτροκινητήρα εξουδετερώνει τις απώλειες ενέργειας, οι οποίες προκύπτουν κατά
την καύση βενζίνης στον κινητήρα ή την καύση άνθρακα και φυσικού αερίου στο
σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Έτσι, μειώνεται η συνολική κατανάλωση
τελικής ενέργειας στη Γερμανία.
Ωστόσο,
η πρόκληση παραμένει τεράστια. Τα σχέδια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης
προβλέπουν και την παραγωγή συνθετικών καυσίμων μέσω της διαδικασίας της
ηλεκτρόλυσης. Το νερό θα διασπάται με τη χρήση οικολογικού ρεύματος σε υδρογόνο
και οξυγόνο. Το υδρογόνο θα μετατρέπεται με την προσθήκη διοξειδίου του άνθρακα
σε μεθάνιο, δηλαδή σε συνθετικό φυσικό αέριο. Με την ίδια διαδικασία μπορούν να
παραχθούν και υγρά καύσιμα, η καύση των οποίων δεν έχει επιπτώσεις στο κλίμα.
Εγκαταστάσεις μετατροπής ηλεκτρικής ενέργειας σε φυσικό αέριο και σε υγρό
καύσιμο θα χρησιμοποιηθούν για τη μείωση της εκπομπής αερίων από τις εναέριες
μεταφορές, για μείωση μέρους των εκπομπών από την κυκλοφορία βαρέων οχημάτων
καθώς και για τη λειτουργία σταθμών παραγωγής αποθεματικού ρεύματος. Οι
απώλειες κατά τη μετατροπή της ενέργειας σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις είναι
τεράστιες και εκτοξεύουν τη ζήτηση σε τελική ενέργεια στα ύψη.
Στη
μελέτη «Σχέδιο προστασίας του κλίματος 2050» γίνεται λόγος για ανάγκη άνω των
3000 τεραβατωρών οικολογικού ρεύματος. Πέρυσι, η γερμανική παραγωγή οικολογικού
ρεύματος έφτασε μόλις στις 190 τεραβατώρες. Έτσι λοιπόν, δεν αρκεί ένα
διπλασιασμός, ούτε καν ένας τριπλασιασμός αλλά ένας δεκαπενταπλασιασμός της
τρέχουσας παραγωγής οικολογικού ρεύματος.
«Η
παραγωγή αυτής της ποσότητας ενέργεια από ΑΠΕ δεν είναι δυνατή», δηλώνει ο Rainer Baake, υπεύθυνος
στρατηγικής της ενεργειακής μετάβασης στο ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομίας.
Για το λόγο αυτό, ο υπουργός πρότεινε το καινούργιο σύνθημα «Πρώτα
αποδοτικότητα». Παραμένει ωστόσο αδιευκρίνιστο, με τόσο λίγη πρόοδο από πού θα
προέλθει ξαφνικά μία τέτοια επανάσταση αποδοτικότητας;
5.
Τεράστια εκμετάλλευση εδαφών
Ακόμα
κι αν ήταν δυνατή η μείωση της ενεργειακής ζήτησης στη Γερμανία κατά 50% έως το
2050, όπως αναμένει η δεξαμενή σκέψης Αγορά Ενεργειακή Μετάβαση, παραμένει
αδιευκρίνιστο από πού θα προέλθει όλη αυτή η υπολειπόμενη οικολογική ενέργεια.
Ο πρώην γερουσιαστής περιβάλλοντος του Αμβούργου και διευθυντής προγραμμάτων
παραγωγής οικολογικού ρεύματος Fritz Vahrenholt, ο οποίος σήμερα διευθύνει το Γερμανικό Ίδρυμα
Άγριας Ζωής, εκτιμά ότι για την επίτευξη των στόχων του Σχεδίου για τη διάσωση
του κλίματος απαιτούνται στη Γερμανία τουλάχιστον 50.000 θέσεις εγκατάστασης
ανεμογεννητριών.
Διαιρώντας
την έκταση της Γερμανίας, δηλαδή 357.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δια του 50.000
μας κάνει 7,14 τετραγωνικά χιλιόμετρα ανά ανεμογεννήτρια. Κατά τον Vahrenholt, το μήκος της ακμής κάθε τέτοιου
τετραγώνου άρα και η απόσταση μεταξύ δύο ανεμογεννητριών ισούται με τη ρίζα του
7,14: «Από αυτό προκύπτει, ότι σε ολόκληρη τη Γερμανία θα έπρεπε να υπάρχει
κατά μέσο όρο κάθε 2,6
χιλιόμετρα μία ανεμογεννήτρια ίση με το ύψος του
καθεδρικού ναού της Κολονίας, χωρίς να έχουν αφαιρεθεί από τον υπολογισμό οι
επιφάνειες που καταλαμβάνουν οι πόλεις και οι δρόμοι».
Μια
τέτοια πυκνότητα ανεμογεννητριών δεν είναι εφικτή. Ακόμα κι αν η πολιτική
αγνοούσε τις πάνω από 700 πρωτοβουλίες πολιτών ενάντια στα αιολικά πάρκα, θα
συναντούσε την ολοένα σθεναρότερη αντίσταση των υπέρμαχων της προστασίας της
φύσης. Ο λόγος είναι ότι ήδη κάθε πέμπτη ανεμογεννήτρια εγκαθίσταται σε δάση.
Σε μερικά κρατίδια, όπως στην Έσση, το 80% των περιοχών με εγνωσμένο αιολικό
δυναμικό βρίσκεται σε δάση. Με δεδομένο ότι το επίπεδο εκπομπών διοξειδίου του
άνθρακα στη Γερμανία δεν έχει μειωθεί εδώ και δέκα χρόνια, παρεμβάσεις τέτοιας
κλίμακας στη φύση και το τοπίο δεν φαντάζουν πιθανές.
6.
Ο μύθος της απεξάρτησης
Άλλη
μία προσδοκία της ενεργειακής μετάβασης έχει στο μεταξύ θαφτεί: επί χρόνια
καλλιεργούνταν από την πολιτική και τα λόμπι του οικολογικού ρεύματος το
αφήγημα της ενεργειακής αυτάρκειας. Σύμφωνα με αυτό, με το οικολογικό ρεύμα θα
μπορούσε η χώρα να απεξαρτηθεί από τον Πούτιν και τους Σεΐχηδες.
Σύμφωνα
με τις μελέτες στις οποίες βασίζεται το Σχέδιο για την προστασία του κλίματος
2050, η παραπάνω άποψη δεν ισχύει. Έρευνες του Ιδρύματος Frauenhofer καθώς και του Οικολογικού Ινστιτούτου υποστηρίζουν ότι θα
πρέπει στο μέλλον τουλάχιστον το 15% της ενεργειακής ζήτησης της Γερμανίας να
καλύπτεται από εισαγόμενο οικολογικό ρεύμα· και το εν λόγω ποσοστό προκύπτει
από αισιόδοξες αναλύσεις.
Η
ομοσπονδιακή υπηρεσία περιβάλλοντος (ΟΥΠ) είναι πιο απαισιόδοξη σχετικά με το
σενάριο της ενεργειακής αυτάρκειας. Σύμφωνα με σχετική μελέτη της Υπηρεσίας, η
απεξάρτηση από τον άνθρακα είναι εφικτή μόνο μέσω της χρήσης συνθετικών
καυσίμων σε μεγάλη κλίμακα. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να χρησιμοποιηθεί
οικολογικό ρεύμα για την παραγωγή του κλιματικά ουδέτερου υδρογόνου σε
εγκαταστάσεις μετατροπής ηλεκτρικού ρεύματος σε φυσικό αέριο και σε υγρό
καύσιμο. Οι τεράστιες απώλειες ενέργειας κατά τη διαδικασία της ηλεκτρόλυσης
και της μετέπειτα χρήσης του υδρογόνου αυξάνουν τη ζήτηση ενέργειας σε τέτοιο
βαθμό, που σύμφωνα με την ΟΥΠ η Γερμανία δεν μπορεί να αποφύγει την εισαγωγή
συνθετικών καυσίμων σε μεγάλη κλίμακα.
Σύμφωνα
με το σενάριο αυτό, κράτη όπως η Ισπανία, το Μαρόκο, η Αίγυπτος, η Ισλανδία ή
ακόμα και τα Αραβικά Εμιράτα θα μπορούσαν με το ηλιακό και αιολικό δυναμικό
τους να παράγουν τα συνθετικά οικολογικά καύσιμα που χρειάζεται η Γερμανία για
το κλιματικό της ισοζύγιο. Η αυτάρκεια ή μία μείωση της ανάγκης σε εισαγόμενη
ενέργεια δεν προβλέπεται στη μελέτη της ΟΥΠ: «Μία διατήρηση του σημερινού
ποσοστού εισαγωγής ενέργειας φαντάζει ως ρεαλιστικό σενάριο».
7. Εύθραυστη αποδοχή
Στο
μεταξύ, η ενεργειακή μετάβαση, ένα «κοινωνικό εγχείρημα» που έως τώρα ήταν στο
απυρόβλητο, αρχίζει να λειτουργεί ιδιαίτερα πολωτικά. Κυρίως έξω από τις
μητροπόλεις δημιουργείται ένα εν μέρει καλά οργανωμένο αντίπαλο ρεύμα. Ομάδες
πολιτών συμφωνούν με εκπροσώπους της οικονομίας ότι όλες οι δυσκολίες και τα
ρίσκα της μετάβασης δεν δικαιολογούνται, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Γερμανία είναι
υπεύθυνη μόλις για το 2% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και ότι
η συνολική αύξηση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου οφείλεται στην Κίνα και
την Ινδία.
Ο
αντίλογος των πολιτών που πλήττονται από την ενεργειακή μετάβαση συχνά
βασίζεται και στην ουσιώδη αμφισβήτηση των ανθρωπογενών αιτιών της κλιματικής
αλλαγής. Σε συνελεύσεις πολιτών καθώς και σε επιστολές διαμαρτυρίας γίνεται
λόγος από τους αντιπάλους των ανεμογεννητριών για το σημαντικό ρόλο που παίζουν
οι φυσικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
Είναι
γεγονός ότι το διοξείδιο του άνθρακα, στο οποίο αποδίδεται η υπερθέρμανση του
κλίματος, αποτελεί μόνο το 0,04% της ατμόσφαιρας. 95% αυτού έχει φυσική προέλευση,
όπως είναι για παράδειγμα τα ηφαίστεια και οι διαδικασίες αποσύνθεσης στη φύση.
Το ποσοστό διοξειδίου του άνθρακα που απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα εξαιτίας
της ανθρώπινης δραστηριότητας ισούται με το 0,0016%.
Το
Ινστιτούτο Έρευνας του Κλιματικού Αντίκτυπου του Πότσνταμ (PiK)
υπολογίζει το ποσοστό του ανθρωπογενούς διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα
σε 0,0125%, παραπέμποντας στην αύξηση των εκπομπών από την αρχή της
βιομηχανικής περιόδου. Ο λόγος για τον οποίο θεωρείται το μικρό αυτό ποσοστό
ικανό να προκαλέσει το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι «ότι το μόριο του
διοξειδίου του άνθρακα απορροφάται από εκείνα ακριβώς τα μήκη κύματος, τα οποία
εκπέμπονται κατά κύριο λόγο από την επιφάνεια της γης», σύμφωνα με έρευνα του PiK.
Αρκετοί
πολίτες αμφισβητούν την άποψη ότι το κλίμα μπορεί να επηρεαστεί από την
περεταίρω μείωση ενός τόσο μικρού ποσοστού διοξειδίου του άνθρακα στην
ατμόσφαιρα. Συνεπώς δεν είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν ένα σοβαρό προσωπικό
κόστος για το σκοπό αυτό, είτε πρόκειται για αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού
ρεύματος είτε για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών στο άμεσο περιβάλλον τους.
8.
Συμπέρασμα
Η
προσδοκία που καλλιεργείται από τις ομάδες άσκησης επιρροής και τους πολιτικούς
περί μίας πλήρους ηλεκτροδότησης με οικολογικό ρεύμα στο άμεσο μέλλον δεν
προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία. Η πρόοδος που έχει συντελεστεί στον τομέα
της ενεργειακής μετάβασης είναι πολύ μικρή σε σχέση τόσο με τους πόρους που
έχουν ήδη διατεθεί για αυτή όσο και με αυτό που πραγματικά απαιτείται για την απεξάρτηση
από τον άνθρακα.
Η
μεγάλη κοινωνική αντίδραση που προκάλεσε η εξαγγελία του Αμερικανού προέδρου,
Ντόναλτ Τραμπ, περί αποχώρησης των ΗΠΑ από την παγκόσμια συμφωνία του Παρισιού
για το κλίμα έρχεται σε παράξενη αντίθεση με τις φτωχές επιδόσεις μίας χώρας
στο θέμα της κλιματικής προστασίας, η οποία εδώ και δέκα χρόνια δεν καταφέρνει
να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Η Γερμανία βρίσκεται εν μέσω
του παραμυθιού «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα του κλίματος» λίγο πριν
φωνάξει το παιδί: «Ο αυτοκράτορας είναι γυμνός».
Ακριβό
ρεύμα, καμία μείωση στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αυξανόμενη διαμάχη με
τους υπέρμαχους της προστασίας της φύσης, κίνδυνοι για την ενεργειακή ασφάλεια
και σταθερή εξάρτηση από το εισαγόμενο ρεύμα: ο έως τώρα απολογισμός της
ενεργειακής μετάβασης προκαλεί τρόμο. Η τελευταία, ωστόσο, εξακολουθεί να
συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά αποδοχής στις δημοσκοπήσεις.
Οι
επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης δεν έχουν γίνει αισθητές στο περιβάλλον
του αστικού πληθυσμού, όπου τα συνολικά έξοδα ενός νοικοκυριού για ενέργεια,
συμπεριλαμβανομένης της βενζίνης και του πετρελαίου θέρμανσης, παραμένουν
σχετικά σταθερά. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης.
Αντίθετα, οφείλεται στην πτώση της τιμής του πετρελαίου, λόγω αφενός του
σχιστολιθικού φυσικού αερίου και αφετέρου της επιθετικής ανάπτυξης της
υδραυλικής ρωγμάτωσης ή fracking στις ΗΠΑ.
«Η
ενεργειακή μετάβαση προσέφερε στις ελίτ συνειδησιακή ηρεμία και καλά κέρδη»,
λέει ο Μιχάλης Βασιλειάδης, πρόεδρος του συνδικάτου εργαζομένων στη
μεταλλευτική, χημική και ενεργειακή βιομηχανία της Γερμανίας. «Πρόκειται για
έναν συνδυασμό με πραγματική εξουσία». Από αυτόν έχει προκύψει «ένα ολόκληρο
κονγκλομεράτο, το οποίο ενδιαφέρεται μόνο για την άκριτη αντιμετώπιση των τεράστιων
προβλημάτων της ενεργειακής μετάβασης». Με πολύ χρήμα επετεύχθη το 30% της
ηλεκτροδότησης να γίνεται με οικολογικό ρεύμα, «αλλά στη συνείδηση πολλών
πολιτών είμαστε ήδη στο 70%».
Οι
απαιτούμενες τάξεις μεγέθους είναι γιγαντιαίες. Η βασική υπόθεση, στην οποία
στηρίχθηκε η ενεργειακή μετάβαση, ότι δηλαδή η ενέργεια από ορυκτά καύσιμα θα
ακριβαίνει διαρκώς, δεν έχει επιβεβαιωθεί. «Οφείλουμε να αναρωτηθούμε, εάν οι
στόχοι ανάπτυξης των ΑΠΕ είναι συμβατοί με τη σημερινή τεχνολογία», υποστηρίζει
ο πρόεδρος των εργαζομένων. Ο ίδιος απαντάει αρνητικά στο παραπάνω ερώτημα. «Θα
πρέπει να αναλογιστούμε περισσότερο την εναλλακτική στις εναλλακτικές», σύμφωνα
με τον Andreas Kuhlmann, διευθυντή του Γερμανικού Οργανισμού
Ενέργειας.
Παρόλο
που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αύξησε τη χρηματοδότηση της έρευνας σε θέματα
ενέργειας, το συνολικό ποσό για το σκοπό αυτό παραμένει κάτω από 1 δισ. ευρώ.
Σε σχέση με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο συγκεκριμένος τομέας, πρόκειται
για ένα ευτελές ποσό. Στην πολιτική αρχίζει να επικρατεί η αίσθηση ότι η έως
τώρα πολιτική από πάνω προς τα κάτω στον τομέα της ενέργειας και του κλίματος,
δηλαδή η διατύπωση και ανάθεση στόχων, σιγά-σιγά ξεπερνιέται. «Αρκετοί θεωρούν
ότι ήδη γνωρίζουν τις προϋποθέσεις για την ενεργειακή μετάβαση το 2030 ή το
2050», διαπιστώνει ο Kuhlmann. «Αυτό που ακόμα
δεν γνωρίζουμε είναι το τι θα κάνουμε μέχρι τότε».
Το
Νοέμβριο, ο Γερμανικός Οργανισμός Ενέργειας θα καλέσει εκ νέου στην παγκόσμια
διάσκεψη της Βόννης για το κλίμα τους νέους μηχανικούς της ενεργειακής
τεχνολογίας για να τους απονεμηθεί το «βραβείο ενεργειακής μετάβασης για την
καλύτερη start-up επιχείρηση». Ίσως να αποκαλυφθεί εκεί το τεχνολογικό θαύμα. Διότι χωρίς
ένα τέτοιο θαύμα, η ενεργειακή μετάβαση δεν φαντάζει εφικτή.
Υπόβαθρο: στοιχεία και αριθμοί
27.270 ανεμογεννήτριες έχουν εγκατασταθεί
στη Γερμανία έως το τέλος του 2016. Η συνολική εγκατεστημένη ισχύς ανέρχεται σε
45 γιγαβάτ. Σύμφωνα με το σχεδιασμό της ενεργειακής μετάβασης, απαιτούνται 190
γιγαβάτ, δηλαδή το υπερτετραπλάσιο της ήδη εγκατεστημένης ισχύος.
3% [ρεύμα] από αιολική και ηλιακή
ενέργεια Το 3,1% της ζήτησης πρωτογενούς ενέργειας
στη Γερμανία καλύφθηκε από ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά το 2016. Το ποσοστό
αυτό μάλιστα μειώθηκε σε σχέση με το 3,4% της προηγούμενης χρονιάς. Για την
επίτευξη της σχεδιαζόμενης απεξάρτησης από τον άνθρακα, η Γερμανική
ομοσπονδιακή κυβέρνηση ποντάρει στη χρήση της αιολικής και της ηλιακής
ενέργειας.
20.517 μεγάλες εγκαταστάσεις
άντλησης-ταμίευσης θα απαιτούνταν για την εξομάλυνση της
κυμαινόμενης αιολικής και ηλιακής ενέργειας, εάν οι δύο αυτές τεχνολογίες
κατάφερναν να παράξουν το 50% του ηλεκτρικού ρεύματος. Αυτή τη στιγμή, η
Γερμανία διαθέτει μόλις 35 τέτοιου είδους εγκαταστάσεις.