Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Γιατί τα φωτοβολταϊκά και οι ανεμογεννήτριες κάνουν την ηλεκτρική ενέργεια πιο ακριβή;

Πηγή :   http://www.eurokerdos.com/50757raek/






Tου Δρ. Ανδρέα Πουλλικκά, Πρόεδρος Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου

Κατά το πρόσφατο παρελθόν, διεθνώς, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν δημοσιεύσει άρθρα σχετικά με τη φθίνουσα τιμή των φωτοβολταϊκών συστημάτων και ανεμογεννητριών. Οι αναγνώστες που διαβάζουν αυτά τα άρθρα δικαιολογημένα σχηματίζουν την εντύπωση ότι όσο περισσότερος ηλεκτρισμός παράγεται από την ηλιακή και αιολική ενέργεια τόσο πιο χαμηλές αναμένονται να είναι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.


Ωστόσο, ο πιο πάνω συλλογισμός δεν ευσταθεί. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Μεταξύ 2009 και 2017, η τιμή των φωτοβολταϊκών συστημάτων ανά Watt μειώθηκε κατά 75%, ενώ η τιμή των ανεμογεννητριών ανά Watt μειώθηκε κατά 50%. Όμως, κατά την ίδια περίοδο, η τιμή του ηλεκτρισμού σε μέρη που ανέπτυξαν σημαντικές ποσότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αυξήθηκε δραματικά. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκαν:
  • 51% στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της συνεχούς προώθησης της ηλιακής και αιολικής ενέργειας από το 2006 έως το 2016,
  • 24% στην Καλιφόρνια κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της ηλιακής ενέργειας για ηλεκτροπαραγωγή από το 2011 έως το 2017 και
  • πάνω από 100% στη Δανία από το 1995 όταν άρχισε να αναπτύσσει ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κυρίως αιολικά συστήματα.

Αφού το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού από τα φωτοβολταϊκά και τις ανεμογεννήτριες έχει μειωθεί αρκετά, γιατί η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας παρουσιάζει αύξηση αντί μείωση; 


Μια υπόθεση μπορεί να είναι ότι, αφού το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού από την ηλιακή και αιολική ενέργεια έγινε φθηνότερo, τότε άλλες πηγές ενέργειας, όπως ο άνθρακας, η πυρηνική ενέργεια και το φυσικό αέριο έγιναν πιο ακριβές, εξαλείφοντας οποιαδήποτε εξοικονόμηση, με αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως, και πάλι, αυτός ο συλλογισμός δεν ευσταθεί. Η τιμή του φυσικού αερίου μειώθηκε κατά 72% στις ΗΠΑ μεταξύ 2009 και 2016 λόγω της επανάστασης του σχιστολιθικού φυσικού αερίου. Στην Ευρώπη, οι τιμές του φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά λίγο λιγότερο από το ήμισυ κατά την ίδια περίοδο. Η τιμή της πυρηνικής ενέργειας και του άνθρακα κατά την ίδια περίοδο ήταν κυρίως σταθερή.


Μια άλλη υπόθεση θα μπορούσε να είναι ότι το κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής οδήγησε στις ψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτή η υπόθεση στηρίζεται στο γεγονός ότι χώρες ή/και πολιτείες ηγέτες στην παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια όπως είναι η Γαλλία, η Σουηδία, το Ιλινόι και η Νότια Κορέα έχουν τη χαμηλότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στον κόσμο. Συνάμα, το 2010 η Καλιφόρνια έκλεισε ένα πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής (εγκατεστημένης ισχύος 2140 MW), ενώ η Γερμανία έκλεισε 10 αντιδραστήρες πυρηνικής ενέργειας (μειώνοντας την πυρηνική εγκατεστημένη ισχύ από 20339 MW σε 9444 MW).

Η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία είναι 45% φθηνότερη από την τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία ενώ ο ηλεκτρισμός στο Ιλινόι είναι 42% φθηνότερος από την τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Καλιφόρνια. Αλλά αυτή η υπόθεση υπονομεύεται από το γεγονός ότι η τιμή των κύριων καυσίμων αντικατάστασης, δηλαδή του φυσικού αερίου και του άνθρακα, παρέμεινε χαμηλή, παρά την αυξανόμενη ζήτηση τους στην Καλιφόρνια και τη Γερμανία.


Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω φαίνεται ότι η ηλιακή και αιολική ενέργεια ίσως να ευθύνονται για τις ψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Αλλά γιατί τα χαμηλού κόστους παραγωγής ηλεκτρισμού φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες κάνουν την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας πιο ακριβή;

Ο κύριος λόγος έγκειται στο γεγονός ότι η οικονομική αξία (ή το οικονομικό όφελος) της ηλιακής και αιολικής ενέργειας μειώνεται σημαντικά με την αυξημένη διείσδυσή τους στα ηλεκτρικά συστήματα. Ο λόγος; Η εκ των πραγμάτων αναξιόπιστη φύση τους. Τόσο η ηλιακή όσο και η αιολική ενέργεια πολλές φορές παράγουν αρκετό ηλεκτρισμό όταν δεν χρειάζεται και όχι αρκετό όταν χρειάζεται. Για αυτό το λόγο, τα φωτοβολταϊκά συστήματα και οι ανεμογεννήτριες χρειάζονται, μονάδες φυσικού αερίου, υδροηλεκτρικά συστήματα, μπαταρίες ή κάποια άλλη μορφή αποθήκευσης να είναι σε πλήρη ετοιμότητα για κάλυψη της ζήτησης σε ηλεκτρισμό στην περίπτωση όπου το αιολικό ή το ηλιακό δυναμικό μειωθεί ή μηδενιστεί. Επίσης, η αναξιόπιστη φύση τους απαιτεί, χώρες ή/και πολιτείες με μεγάλη διείσδυση ηλιακής και αιολικής ενέργειας όπως η Γερμανία, η Καλιφόρνια και η Δανία να επωμίζονται με οικονομικό κόστος λόγο της έγχυσης της επιπλέον παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας σε γειτονικές χώρες ή/και πολιτείες.

Αναμένεται ότι η οικονομική αξία της αιολικής ενέργειας στο Ευρωπαϊκό ηλεκτρικό δίκτυο θα μειωθεί στo 40% όταν η διείσδυση της φτάσει τα 30% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η οικονομική αξία της ηλιακής ενέργειας αναμένεται να μειωθεί κατά 50%, όταν η διείσδυση της φτάσει τα 15% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Το 2017, το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας που προήλθε από την αιολική ενέργεια ήταν 53% στη Δανία, 26% στη Γερμανία και 23% στην Καλιφόρνια. Η Δανία και η Γερμανία έχουν την πρώτη και τη δεύτερη πιο ακριβότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.

Αναφορές από αναλυτές σχετικά με το μειωμένο κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού από τα φωτοβολταϊκά και τις ανεμογεννήτριες, χωρίς να γίνεται λόγος ότι αυξάνουν τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, είτε θεληματικά είτε άθελα τους, μεταφέρουν λανθασμένα μηνύματα στα κέντρα λήψεως αποφάσεων αναφορικά με αυτές τις δύο τεχνολογίες.

Μέρος του προβλήματος είναι ότι, λόγο πολυπλοκότητας, οι ηλεκτρικές αγορές δεν είναι εύκολο να γίνουν κατανοητές. Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται την ηλεκτρική ενέργεια ως ένα προϊόν ενώ στην πραγματικότητα είναι μια υπηρεσία, όπως την υπηρεσία που μας προσφέρεται από τα εστιατόρια. Η τιμή που πληρώνουμε για την πολυτέλεια του φαγητού σε εστιατόριο δεν είναι μόνο το κόστος των συστατικών, τα περισσότερα από τα οποία, όπως τα φωτοβολταϊκά και οι ανεμογεννήτριες, μειώνονται συνεχώς. Για αυτό η τιμή των υπηρεσιών όπως το φαγητό σε εστιατόριο και ο ηλεκτρισμός αντικατοπτρίζουν το κόστος όχι μόνο μερικών συστατικών αλλά και την “σωστή προετοιμασία και έγκαιρη παράδοση”. Υπάρχει, επίσης εκτός από την μη κατανόηση των αγορών ηλεκτρισμού, και πρόβλημα μεροληψίας. Συνήθως, οι επιφυλακτικοί αναλυτές ευνοούν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο λόγος δεν είναι επειδή δεν κατανοούν τα ενεργειακά θέματα, αφού όταν πρόκειται για μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δίνουν αμερόληπτες αναφορές, αλλά μάλλον επειδή δεν θέλουν. Αυτό θα μπορούσε, και πρέπει, να αλλάξει.

Τέλος, στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας η “σωστή προετοιμασία και έγκαιρη παράδοση” ορίζεται ως η “αξιοπιστία του συστήματος ισχύος”, που είναι η ικανότητα του συστήματος να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των πελατών του, τόσο σε ηλεκτρική ισχύ, όσο και σε ηλεκτρική ενέργεια (γνωστή ως “επάρκεια”) και η ικανότητα του συστήματος να παραμένει σε λειτουργία μετά από ξαφνικές διαταραχές που μπορεί να συμβούν (γνωστή ως “ασφάλεια”). Έτσι, η πολυτέλεια της απρόσκοπτης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας έχει τιμή και αυτή η τιμή επηρεάζεται από την αυξανόμενη διείσδυση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας.